υπεραθλητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπεραθλητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπεραθλητής αρσενικό
- αθλητής που έχει εξαιρετικά μεγάλες επιδόσεις
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπεραθλητής
|
υπεραθλητής αρσενικό
|