υπερήλικας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερήλικας < ελληνιστική κοινή ὑπερῆλιξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερήλικας αρσενικό ή θηλυκό
- αρκετά ηλικιωμένο άτομο, συνήθως πάνω ή γύρω από τον προσδόκιμο μέσο όρο ζωής
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- Συνήθως λέγεται για ανθρώπους άνω των 80 ετών.
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερήλικας
|