Δείτε επίσης: ὑπεράγαν

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπεράγαν < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπεράγαν < αρχαία ελληνική ὑπερ- (υπερ-) + ἄγαν

  Επίρρημα επεξεργασία

υπεράγαν

  • (αρχαιοπρεπές) υπερβολικά, υπέρμετρα [1]
    ※  H θρησκευτική αποστολή όχι μόνο δεν μπόρεσε να αποτρέψει τις φατρίες και τη σκληρή αναμέτρησή τους, αλλά ούτε να παρεμποδίσει την υπεράγαν «γλαφυρή» και εν πολλοίς αγοραία δημόσια έκφραση των ενδο-εκκλησιαστικών αντιπαλοτήτων (Πάσχουσα Εκκλησία, εφημερίδα Καθημερινή, 04.12.2001 [1])
    ※  «Βαστάτε τ’ άλογα» οι υπεράγαν βιαστικοί (Ο Χρόνος, εφημερίδα Κοζάνης, 23/4/2020 [2])

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)