υπασπιστήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπασπιστήριο | τα | υπασπιστήρια |
γενική | του | υπασπιστήριου & υπασπιστηρίου |
των | υπασπιστήριων & υπασπιστηρίων |
αιτιατική | το | υπασπιστήριο | τα | υπασπιστήρια |
κλητική | υπασπιστήριο | υπασπιστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπασπιστήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπασπιστήριο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπασπιστήριο
|