Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

υπαναχωρήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπαναχωρώ
  2. θα υπαναχωρήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπαναχωρώ