υπαλλαγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπαλλαγή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπαλλαγή θηλυκό
- σχήμα λόγου κατά το οποίο ένα επίθετο συμφωνεί στην πτώση με κάποιο άλλο ουσιαστικό από αυτό που νοηματικά θα έπρεπε να προσδιορίζει
- Παραδείγματα υπαλλαγής: λευκό βουνάκι πρόβατα (δηλ. βουνάκι λευκά πρόβατα) - Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Διον. Σολωμού
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπαλλαγή
|