Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπαλλαγή οι υπαλλαγές
      γενική της υπαλλαγής των υπαλλαγών
    αιτιατική την υπαλλαγή τις υπαλλαγές
     κλητική υπαλλαγή υπαλλαγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπαλλαγή < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπαλλαγή θηλυκό

  1. σχήμα λόγου κατά το οποίο ένα επίθετο συμφωνεί στην πτώση με κάποιο άλλο ουσιαστικό από αυτό που νοηματικά θα έπρεπε να προσδιορίζει
    Παραδείγματα υπαλλαγής: λευκό βουνάκι πρόβατα (δηλ. βουνάκι λευκά πρόβατα) - Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Διον. Σολωμού

  Μεταφράσεις επεξεργασία