υπέρυθρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπέρυθρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπέρυθρος < ὑπό + ἐρυθρός & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική infrarouge ή από την αγγλική infra-red[1] Δεν έχει σχέση με το υπέρ.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈpe.ɾi.θɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πέρ‐υ‐θρος
Επίθετο επεξεργασία
υπέρυθρος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που μοιάζει κάπως με τον ερυθρό
- υπέρυθρες ακτίνες : ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία της οποίας το μήκος κύματος είναι μεγαλύτερο από το μήκος κύματος του ορατού φάσματος, και περιλαμβάνεται ανάμεσα σε 700 nm και 1 mm.
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ερυθρός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπέρυθρος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ υπέρυθρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας