Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υλικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
υλικότητ
α
οι
υλικότητ
ες
γενική
της
υλικότητ
ας
των
υλικοτήτ
ων
αιτιατική
την
υλικότητ
α
τις
υλικότητ
ες
κλητική
υλικότητ
α
υλικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
υλικότητα
<
υλικ(ός)
+
-ότητα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
i.liˈko.ti.ta
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
υ‐λι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υλικότητα
θηλυκό
η
ιδιότητα
του
υλικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υλικότητα
γαλλικά
:
matérialité
(fr)