Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υλακτώ < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

υλακτώ

  • μεταχειρίζομαι απρεπή γλώσσα, γαβγίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία