υδραργυρίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδραργυρίαση | οι | υδραργυριάσεις |
γενική | της | υδραργυρίασης* | των | υδραργυριάσεων |
αιτιατική | την | υδραργυρίαση | τις | υδραργυριάσεις |
κλητική | υδραργυρίαση | υδραργυριάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδραργυριάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδραργυρίαση < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατ. hydrargyria
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδραργυρίαση θηλυκό
- η αργή δηλητηρίαση από υδράργυρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδραργυρίαση
|