Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδατοσκοπία οι υδατοσκοπίες
      γενική της υδατοσκοπίας των υδατοσκοπιών
    αιτιατική την υδατοσκοπία τις υδατοσκοπίες
     κλητική υδατοσκοπία υδατοσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδατοσκοπία < ύδατ(ος) + -ο- + -σκοπία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδατοσκοπία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία