υβρεολόγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υβρεολόγιο | τα | υβρεολόγια |
γενική | του | υβρεολόγιου & υβρεολογίου |
των | υβρεολόγιων & υβρεολογίων |
αιτιατική | το | υβρεολόγιο | τα | υβρεολόγια |
κλητική | υβρεολόγιο | υβρεολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υβρεολόγιο ουδέτερο
- οι βρισιές που εκτοξεύονται από κάποιον εναντίον άλλου