Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υαλοπέτασμα τα υαλοπετάσματα
      γενική του υαλοπετάσματος των υαλοπετασμάτων
    αιτιατική το υαλοπέτασμα τα υαλοπετάσματα
     κλητική υαλοπέτασμα υαλοπετάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υαλοπέτασμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υαλοπέτασμα ουδέτερο

  • πέτασμα από γυαλί που χρησιμοποιείται ως δομικό στοιχείο στις εξωτερικές όψεις κτηρίων

  Μεταφράσεις επεξεργασία