Δείτε επίσης: τηλε-

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τῆλε < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel-

  Επίρρημα επεξεργασία

τῆλε

  1. μακριά, σε μεγάλη απόσταση
  2. (+ γενική) μακριά από

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία