τύφλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τύφλα | οι | τύφλες |
γενική | της | τύφλας | — | |
αιτιατική | την | τύφλα | τις | τύφλες |
κλητική | τύφλα | τύφλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τύφλα < τυφλότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
τύφλα θηλυκό
Εκφράσεις επεξεργασία
- δεν βλέπει (ούτε) την τύφλα του
- δεν ξέρει την τύφλα του
- τύφλα νά 'χει
- τύφλα στο μεθύσι
Μεταφράσεις επεξεργασία
τύφλα
|