Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τόφαλος < προέρχεται από το επώνυμο του παγκοσμίου πρωταθλητή και ολυμπιονίκη Δημητρίου Τόφαλου

  Επίθετο επεξεργασία

τόφαλος

  1. (μεταφορικά) πολύ δυνατός και μεγαλόσωμος άντρας, θηριώδης
    είναι σαν τόφαλος
  2. (μεταφορικά) ο πολύ χοντρός

  Μεταφράσεις επεξεργασία