τόφαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τόφαλος < προέρχεται από το επώνυμο του παγκοσμίου πρωταθλητή και ολυμπιονίκη Δημητρίου Τόφαλου
Επίθετο επεξεργασία
τόφαλος
- (μεταφορικά) πολύ δυνατός και μεγαλόσωμος άντρας, θηριώδης
- είναι σαν τόφαλος
- (μεταφορικά) ο πολύ χοντρός
Μεταφράσεις επεξεργασία
τόφαλος
|