τόρνευσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τόρνευσῐς | αἱ | τορνεύσεις | ||||
γενική | τῆς | τορνεύσεως | τῶν | τορνεύσεων | ||||
δοτική | τῇ | τορνεύσει | ταῖς | τορνεύσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | τόρνευσῐν | τὰς | τορνεύσεις | ||||
κλητική ὦ! | τόρνευσῐ | τορνεύσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τορνεύσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | τορνευσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τόρνευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τορνεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
τόρνευσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- τόρνευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.