τόνε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈto.ne/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τό‐νε
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
τόνε αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
τόνε αρσενικό
Δείτε επίσης : τονε |
τόνε αρσενικό
τόνε αρσενικό