τυχοδιωκτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τυχοδιωκτισμός < τυχοδιώκτης + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
τυχοδιωκτισμός αρσενικό
- το να είναι κάποιος τυχοδιώκτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
τυχοδιωκτισμός
τυχοδιωκτισμός αρσενικό