Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

τυπικάρη

  1. τυπικάρης, στη γενική του ενικού
  2. τυπικάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. τυπικάρης, στην κλητική του ενικού