Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τυμπανιαίο

  1. τυμπανιαίος, στην αιτιατική του ενικού

τυμπανιαίο, ουδέτερο του τυμπανιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού