τυλιγάδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τυλιγάδι | τα | τυλιγάδια |
γενική | του | τυλιγαδιού | των | τυλιγαδιών |
αιτιατική | το | τυλιγάδι | τα | τυλιγάδια |
κλητική | τυλιγάδι | τυλιγάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τυλιγάδι ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- τυλιγαδιάζω
- τυλιγάδιασμα
- τυλιγαδιασμένος
- → δείτε τη λέξη τυλίγω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τυλιγάδι
|