Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσούλα οι τσούλες
      γενική της τσούλας
    αιτιατική την τσούλα τις τσούλες
     κλητική τσούλα τσούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

τσούλα (άμεσο δάνειο) ιταλική ciulla ή < fanciulla, θηλυκό του fanciullo < fancello < fanticello < fante / infante < λατινικά infans < in- + fans, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος for < πρωτοϊταλική *fāōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeh₂- (μιλώ)<ref>, θηλυκό του ciullus < λατινική sciolus < scius < scio < πρωτοϊταλική *skijō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skey- (διακρίνω, ξεχωρίζω, ανατέμνω)

  Ουσιαστικό

τσούλα θηλυκό

  1. (προφορικό) ανήθικη ή/και ανάγωγη γυναίκα
  2. (ιδιωματικό) προβατίνα ή γίδα με κοντά ή μικρά αφτιά

Συγγενικά

  Μεταφράσεις

  Ρηματικός τύπος

τσούλα

  • β΄ ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος τσουλώ