τσούκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσούκα | οι | τσούκες |
γενική | της | τσούκας | των | τσουκών |
αιτιατική | την | τσούκα | τις | τσούκες |
κλητική | τσούκα | τσούκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈt͡su.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσού‐κα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσούκα θηλυκό
- (λογοτεχνικό) η τσουκάλα
- (ιδιωματικό) ο λόφος
Συγγενικά
επεξεργασία- Τσούκα (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- τσούκα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)