τσουκαλάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσουκαλάς < τσουκάλ(ι) + -ας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡su.kaˈlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσου‐κα‐λάς
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσουκαλάς αρσενικό
- (λαϊκότροπο, επάγγελμα) τεχνίτης πήλινων ή κεραμικών αντικειμένων, αγγειοπλάστης
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσουκαλάς
→ δείτε τη λέξη αγγειοπλάστης |