τσοπανόσκυλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσοπανόσκυλο < τσοπάν(ος) + -ό- + σκυλ(ί) + -ο [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσοπανόσκυλο ουδέτερο (και τσομπανόσκυλο)
- σκύλος που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη κοπαδιού κυρίως από πρόβατα και κατσίκια
- λαϊκή ονομασία για τον όρο: ποιμενικός
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσοπανόσκυλο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τσοπανόσκυλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας