Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσοπανόσκυλο τα τσοπανόσκυλα
      γενική του τσοπανόσκυλου των τσοπανόσκυλων
    αιτιατική το τσοπανόσκυλο τα τσοπανόσκυλα
     κλητική τσοπανόσκυλο τσοπανόσκυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσοπανόσκυλο < τσοπάν(ος) + -ό- + σκυλ(ί) + -ο [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσοπανόσκυλο ουδέτερο (και τσομπανόσκυλο)

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία