τσοντάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσοντάρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
τσοντάρω
- συνεισφέρω, δίνω ένα μικρό ποσό ώστε μαζί με αυτά που δίνουν άλλοι να καλυφθεί ένα μεγάλο έξοδο
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσοντάρω