Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσογλαναράς οι τσογλαναράδες
      γενική του τσογλαναρά των τσογλαναράδων
    αιτιατική τον τσογλαναρά τους τσογλαναράδες
     κλητική τσογλαναρά τσογλαναράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσογλαναράς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσογλαναράς αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το μεγεθυντικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τσογλάνι