τσιρλιέμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡siɾˈʎe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσιρ‐λιέ‐μαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
τσιρλιέμαι
- (σπάνιο, λαϊκό) παθητική φωνή του ρήματος τσιρλώ
Κλίση επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τσιρλώ