τσιρίσι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιρίσι | τα | τσιρίσια |
γενική | του | τσιρισιού | των | τσιρισιών |
αιτιατική | το | τσιρίσι | τα | τσιρίσια |
κλητική | τσιρίσι | τσιρίσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσιρίσι ουδέτερο
- είδος κόλλας που χρησιμοποιείται στην παραγωγή και επιδιόρθωση παπουτσιών
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσιρίσι
|