Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιμπουκόχειλο τα τσιμπουκόχειλα
      γενική του τσιμπουκόχειλου των τσιμπουκόχειλων
    αιτιατική το τσιμπουκόχειλο τα τσιμπουκόχειλα
     κλητική τσιμπουκόχειλο τσιμπουκόχειλα
Συνήθως στον πληθυντικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιμπουκόχειλο < τσιμπούκ(ι) + -ό- + χείλ(ι) + κατάληξη ουδέτερου -ο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡si.buˈko.çi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐μπου‐κό‐χει‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσιμπουκόχειλο ουδέτερο

  • (προφορικό, χυδαίο) ιδιαίτερα παχύ, σαρκώδες χείλος, συνήθως στον πληθυντικό (τσιμπουκόχειλα)
    ※  Μια μέρα είδε ότι ένας από τους μεγαλόσωμους νέγρους του τρίτου έτους προκαλούσε τον Πέδρο Χουάν. Του είπε ότι είχε τσιμπουκόχειλα. Ο Πέδρο Χουάν τού χύμηξε κι άρχισαν τις σφαλιάρες
    Pedro Juan Gutiérrez, Βρόμικη σάρκα (τίτλος πρωτοτύπου στα ισπανικά: Fabián y el caos). Μετάφραση: Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη. Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2016 [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία