Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιμεντόστρωση οι τσιμεντοστρώσεις
      γενική της τσιμεντόστρωσης* των τσιμεντοστρώσεων
    αιτιατική την τσιμεντόστρωση τις τσιμεντοστρώσεις
     κλητική τσιμεντόστρωση τσιμεντοστρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τσιμεντοστρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιμεντόστρωση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσιμεντόστρωση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία