τσιμεντάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιμεντάκι | τα | τσιμεντάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τσιμεντάκι | τα | τσιμεντάκια |
κλητική | τσιμεντάκι | τσιμεντάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσιμεντάκι < τσιμέντο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡si.menˈda.ci/
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσιμεντάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσιμεντάκι
|