τσαπράζια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσαπράζια <από το τουρκικό Çapraẕ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
τσαπράζια σειρά αργυρών κοσμημάτων σε σταυρωτό γιλέκο.
«Κίτσο μου, που είναι τ΄άρματα, που τα' χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;» Κλέφτικο δημοτικό τραγούδι