τσαντάκιας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσαντάκιας | οι | τσαντάκηδες |
γενική | του | τσαντάκια | των | τσαντάκηδων |
αιτιατική | τον | τσαντάκια | τους | τσαντάκηδες |
κλητική | τσαντάκια | τσαντάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡sanˈda.cas/
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσαντάκιας αρσενικό
- κλέφτη που αρπάζει τσάντες από περαστικούς, ή οχήματα στο δρόμο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσαντάκιας
|