Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα τσαμασίρια
      γενική των τσαμασιριών
    αιτιατική τα τσαμασίρια
     κλητική τσαμασίρια
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσαμασίρια < (άμεσο δάνειο) τουρκική çamaşır (άπλυτα) < περσική جامه شوی (jāma-shūy)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσαμασίρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ιδιωματικό) (παρωχημένο) άπλυτα
  2. (κατ’ επέκταση) (ιδιωματικό) (παρωχημένο) μικροπράγματα, προσωπικά αντικείμενα
    ※  Είναι το ντιβάνι μου στενό / και δε μας χωράει και τους δυο!
    Αφού δεν τα κατάφερες, να πας με τα νερά μου, / μάσε τα τσαμασίρια σου και στο καλό, κυρά μου!
    (Από το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Το ντιβάνι»)