τσαλίμι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσαλίμι | τα | τσαλίμια |
γενική | του | τσαλιμιού | των | τσαλιμιών |
αιτιατική | το | τσαλίμι | τα | τσαλίμια |
κλητική | τσαλίμι | τσαλίμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσαλίμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çalım + -ι
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσαλίμι ουδέτερο