Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσέργα οι τσέργες
      γενική της τσέργας των (τσεργών)
    αιτιατική την τσέργα τις τσέργες
     κλητική τσέργα τσέργες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσέργα ή τσέργκα < σλαβική tsẽrga

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσέργα θηλυκό, το λινό στρώμα που κατασκευάζονταν από τις επεξεργασμένες ίνες της κάναβης (κάσιας) και παραγεμίζονταν μ΄ άχυρα.

  Μεταφράσεις επεξεργασία