Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσάντισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τσάντισμα
τα
τσαντίσμα
τ
α
γενική
του
τσαντίσμα
τ
ος
των
τσαντισμά
τ
ων
αιτιατική
το
τσάντισμα
τα
τσαντίσμα
τ
α
κλητική
τσάντισμα
τσαντίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τσάντισμα
<
τσαντίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσάντισμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
τσαντίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
τσάτισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσάντισμα
→
δείτε
τη λέξη
τσάτισμα