τρωγάλια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | τρωγάλια | ||
γενική | των | τρωγαλίων | ||
αιτιατική | τα | τρωγάλια | ||
κλητική | τρωγάλια | |||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρωγάλια < αρχαία ελληνική τρωγάλια
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾoˈɣa.li.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρω‐γά‐λι‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρωγάλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρωγάλια
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | τὰ | τρωγάλιᾰ |
γενική | τῶν | τρωγαλίων |
δοτική | τοῖς | τρωγαλίοις |
αιτιατική | τὰ | τρωγάλιᾰ |
κλητική ὦ! | τρωγάλιᾰ | |
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρωγάλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Πηγές επεξεργασία
- τρωγάλια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρωγάλια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.