Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τρυφερότης αἱ τρυφερότητες
      γενική τῆς τρυφερότητος τῶν τρυφεροτήτων
      δοτική τῇ τρυφερότητ ταῖς τρυφερότησ(ν)
    αιτιατική τὴν τρυφερότητ τὰς τρυφερότητᾰς
     κλητική ! τρυφερότης τρυφερότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τρυφερότητε
γεν-δοτ τοῖν  τρυφεροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρυφερότης < τρυφερό(ς) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρυφερότης, -ητος θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία