Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τρῡγων-, τρῡγον-
ονομαστική τρυγών αἱ τρυγόνες
      γενική τῆς τρυγόνος τῶν τρυγόνων
      δοτική τῇ τρυγόν ταῖς τρυγόσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τρυγόν τὰς τρυγόνᾰς
     κλητική ! τρυγών τρυγόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τρυγόνε
γεν-δοτ τοῖν  τρυγόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρυγών < τρύζω < *τρυγ–ʝω, τρυγ- + -ών

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρυγών, -όνος θηλυκό

  1. (πτηνό) τρυγόνι
  2. (ιχθυολογία) σαλάχι

Συγγενικά επεξεργασία

Δε σχετίζονται: Λαιστρυγών, Λαιστρυγόνες

  Πηγές επεξεργασία