Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροχίζω < τροχ(ός) + -ίζω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾoˈçi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρο‐χί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

τροχίζω

  1. (παρωχημένο) ακονίζω σε τροχό
  2. (κατ’ επέκταση) ακονίζω (κυριολεκτικά και μεταφορικά)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροχίζω < τροχός + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

τροχίζω

  1. δένω σε ειδικό τροχό που χρησιμοποιείται για βασανισμό
  2. (συνεκδοχικά) ταλαιπωρώ σε μεγάλο βαθμό

  Πηγές επεξεργασία