τροχάδην
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τροχάδην < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τροχάδην
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾoˈxa.ðin/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐χά‐δην
Επίρρημα επεξεργασία
τροχάδην
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη τρέχω
Επιφώνημα επεξεργασία
τροχάδην!
- γυμναστικό παράγγελμα για τρέξιμο με μέτρια ταχύτητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
τροχάδην
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- τροχάδην - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.