Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

τροφοδότησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος τροφοδοτώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος τροφοδοτώ