τριταγωνιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριταγωνιστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τριταγωνιστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
τριταγωνιστής αρσενικό (θηλυκό τριταγωνίστρια)
- ηθοποιός του οποίου οι ρόλοι είναι τριτεύοντες, ελάχιστα σημαντικοί[1]
- (μεταφορικά) αυτός που δε συμβάλλει σημαντικά σε μία υπόθεση ή ένα έργο
- ※ Εν αντιθέσει προς άλλα εμβληματικά διαβατήρια γεγονότα, όπως η γέννηση, η βάπτιση και ο γάμος, ο θάνατος δεν διαθέτει δρώντα πρωταγωνιστή, αλλά στη συνήθη εκδοχή του συνεπάγεται μικρό ή μεγάλο πλήθος τεθλιμμένων δευτεραγωνιστών και τριταγωνιστών ενώπιον ενός ασάλευτου και μαργωμένου σώματος. (Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος, Το πένθος ταιριάζει… στους ανθρώπους, Το Βήμα, 04/04/2019 [1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριταγωνιστής
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τριταγωνιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας