Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρισάγιο τα τρισάγια
      γενική του τρισάγιου των τρισάγιων
    αιτιατική το τρισάγιο τα τρισάγια
     κλητική τρισάγιο τρισάγια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρισάγιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τρισάγιον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρισάγιος < (ελληνιστική κοινήτρισάγιος
 
Τρισάγιο σε ορθόδοξο νεκροταφείο.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾi.saˈʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐σά‐γι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρισάγιο ουδέτερο

  1. (μουσική, εκκλησιαστικός όρος) o ύμνος στην Αγία Τριάδα
  2. η δέηση υπέρ θανόντος ή θανόντων, για την ανάπαυση ψυχής

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις τρις και άγιος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία