Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρικάζ < γαλλική trucage

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρικάζ ουδέτερο άκλιτο

  • χρήση τρικ και εφέ, ειδικών τεχνασμάτων που είναι χρήσιμα για την αισθητική ενός φιλμ

  Μεταφράσεις επεξεργασία