Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριαγμός < τριάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριαγμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Αναφορές επεξεργασία

  1. λήμμα τριάζω, Λεξικόν δια τους μελετώντας τα των παλαιών Ελλήνων συγγράμματα ... κατά το ελληνογερμανικόν του Ρεϊμέρου... , τόμος 2ος, Βιέννη, Κωνσταντίνου Μιχαήλ Γκούμα, 1826