τρενάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρενάρω < (άμεσο δάνειο) γαλλική traîner + -άρω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾeˈna.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρε‐νά‐ρω
Ρήμα επεξεργασία
τρενάρω, πρτ.: τρέναρα/τρενάριζα, αόρ.: τρέναρα/τρενάρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- κάνω κάτι με πολύ αργούς ρυθμούς, τραβώ σε διάρκεια
- ↪ Έχω μια δουλειά που την τρενάρω εδώ και βδομάδες.
- ↪ Η αφήγησή του τρέναρε πολύ, με αποτέλεσμα να μας νυστάξει όλους.
- αργώ να διεκπεραιώσω μια δουλειά, αναβάλλω συνεχώς
- ↪ Η παράδοση του νέου σταδίου, τρενάρει ένα χρόνο τώρα, χωρίς λόγο.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τρένο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- τρενάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας